- ομολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδιότητα τού ομολόγου, δηλ. στην αναλογία ή αντιστοιχία γεωμετρικών σχημάτων και χημικών ενώσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομόλογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.